- φατριαστικός
- η , ό[ν] полит, фракционный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φατριαστικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε φατριαστή. επίρρ... φατριαστικώς και φατριαστικά Ν με φατριασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φατριαστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα] … Dictionary of Greek
φατριαστικός — ή, ό επίρρ. ά ο σχετικός με το φατριαστή (βλ. λ.): Φατριαστική νοοτροπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στασιώδης — ῶδες, Α [στάσις] 1. στασιαστικός, φατριαστικός 2. φιλόνικος … Dictionary of Greek